υδρομετρία — η υδρομέτρηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
υδατομετρία — και υδατομέτρηση, η, Ν 1. η υδρομετρία 2. μέθοδος προσδιορισμού τής σκληρότητας τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μετρία*] … Dictionary of Greek
υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… … Dictionary of Greek
υδρομέτρηση — η, Ν βλ. υδρομετρία … Dictionary of Greek
υδατομετρία — η η υδρομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)