υδρομετρία

υδρομετρία
η, Ν
γεωλ. κλάδος τής υδρολογίας που ασχολείται με τη μέτρηση τών φυσικών ιδιοτήτων τού νερού και ειδικότερα τής παροχής τών επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrometrie (< υδρ[ο]-* + -μετρία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Λ. Καφταντζόγλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδρομετρία — η υδρομέτρηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • υδατομετρία — και υδατομέτρηση, η, Ν 1. η υδρομετρία 2. μέθοδος προσδιορισμού τής σκληρότητας τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • υδρομέτρηση — η, Ν βλ. υδρομετρία …   Dictionary of Greek

  • υδατομετρία — η η υδρομετρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”